- περιφρουρούμενος
- περιφρουρέωguard on all sidespres part mp masc nom sg (attic epic doric)περιφρουρέωguard on all sidespres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιδηροφορώ — σιδηροφορῶ, έω, ΝΑ [σιδηροφόρος] (ενεργ. και μέσ.) φέρω σιδερένια όπλα, είμαι οπλισμένος, οπλοφορώ («σιδηροφοροῡντες... πελέκεις», Διόδ.) αρχ. 1. φορώ σιδερένια δακτυλίδια 2. μεσ. σιδηροφοροῡμαι, έομαι προχωρώ συνοδευόμενος ή περιφρουρούμενος από … Dictionary of Greek